Συνταξιούχος στα λευκορωσικά
Μετάφραση: συνταξιούχος, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
у адстаўцы
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συνταξιούχος
συνταξιούχος αυτοκτόνησε, συνταξιούχος δημοσίου που εργάζεται, συνταξιούχος που εργάζεται, συνταξιούχος μέλος δσ, συνταξιούχος ατε, συνταξιούχος λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, συνταξιούχος στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- συνταγματικός στα λευκορωσικά - канстытуцыйная, канстытуцыйны
- συνταιριάζω στα λευκορωσικά - упісацца ў, ўпісацца ў
- συνταρακτικός στα λευκορωσικά - агідны, абрыдлівае, агіднае, жахлівае
- συντελεστής στα λευκορωσικά - фактар, чыньнік
Τυχαίες λέξεις
Συνταξιούχος στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: у адстаўцы
Μεταφράσεις: у адстаўцы