Συνταξιούχος στα ουκρανικά

Μετάφραση: συνταξιούχος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
пенсіонер, студент, у відставці
Συνταξιούχος στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συνταξιούχος

συνταξιούχος αυτοκτόνησε, συνταξιούχος δημοσίου που εργάζεται, συνταξιούχος που εργάζεται, συνταξιούχος μέλος δσ, συνταξιούχος ατε, συνταξιούχος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, συνταξιούχος στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • συνταγματικός στα ουκρανικά - конституційна, конституційний, конституційну
  • συνταιριάζω στα ουκρανικά - матадор, вписатися, вписується, вписати, вписатись
  • συνταρακτικός στα ουκρανικά - помішування, огидний, найогидніший, огидне
  • συντελεστής στα ουκρανικά - посередник, чинник, фактор, агент, комісіонер
Τυχαίες λέξεις
Συνταξιούχος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: пенсіонер, студент, у відставці