Συνταξιούχος στα πολωνικά
Μετάφραση: συνταξιούχος, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
rencista, emeryt, emerytowany, emeryturze, na emeryturze, emeryturę, na emeryturę
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συνταξιούχος
συνταξιούχος αυτοκτόνησε, συνταξιούχος δημοσίου που εργάζεται, συνταξιούχος που εργάζεται, συνταξιούχος μέλος δσ, συνταξιούχος ατε, συνταξιούχος λεξικό γλώσσας πολωνικά, συνταξιούχος στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- συνταγματικός στα πολωνικά - ustrojowy, konstytucyjny, konstytucyjna, konstytucyjne, konstytucyjnego, konstytucyjną
- συνταιριάζω στα πολωνικά - para, mecz, zapałka, ożenek, partia, małżeństwo, lont, ...
- συνταρακτικός στα πολωνικά - mieszanie, wstrząsający, oburzający, szokujące, szokująca, szokujący
- συντελεστής στα πολωνικά - ajent, wydźwięk, współczynnik, mnożnik, agent, pośrednik, pochodna, ...
Τυχαίες λέξεις
Συνταξιούχος στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: rencista, emeryt, emerytowany, emeryturze, na emeryturze, emeryturę, na emeryturę
Μεταφράσεις: rencista, emeryt, emerytowany, emeryturze, na emeryturze, emeryturę, na emeryturę