Συνταξιούχος στα κροατικά
Μετάφραση: συνταξιούχος, Λεξικό: ελληνικά » κροατικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
κροατικά
Μεταφράσεις:
umirovljenik, plaćenik, najamnik, penzioner, umirovljen, mirovini, u mirovini, umirovljeni, mirovinu
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συνταξιούχος
συνταξιούχος αυτοκτόνησε, συνταξιούχος δημοσίου που εργάζεται, συνταξιούχος που εργάζεται, συνταξιούχος μέλος δσ, συνταξιούχος ατε, συνταξιούχος λεξικό γλώσσας κροατικά, συνταξιούχος στα κροατικά
Μεταφράσεις
- συνταγματικός στα κροατικά - ustavni, ustavna, ustavno, ustavne, ustavnu
- συνταιριάζω στα κροατικά - stane, stati, uklapaju, se uklapaju, odgovarao
- συνταρακτικός στα κροατικά - šokantan, šokantno, šokantna, šokantne, šokantni
- συντελεστής στα κροατικά - koeficijent, činilac, čimbenika, faktor, koeficijenata, čimbenik, faktora, ...
Τυχαίες λέξεις
Συνταξιούχος στα κροατικά - Λεξικό: ελληνικά » κροατικά
Μεταφράσεις: umirovljenik, plaćenik, najamnik, penzioner, umirovljen, mirovini, u mirovini, umirovljeni, mirovinu
Μεταφράσεις: umirovljenik, plaćenik, najamnik, penzioner, umirovljen, mirovini, u mirovini, umirovljeni, mirovinu