Συνταξιούχος στα ρουμανικά
Μετάφραση: συνταξιούχος, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
pensionar, retras, pensionat, pensionari, sa retras
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συνταξιούχος
συνταξιούχος αυτοκτόνησε, συνταξιούχος δημοσίου που εργάζεται, συνταξιούχος που εργάζεται, συνταξιούχος μέλος δσ, συνταξιούχος ατε, συνταξιούχος λεξικό γλώσσας ρουμανικά, συνταξιούχος στα ρουμανικά
Μεταφράσεις
- συνταγματικός στα ρουμανικά - constituțional, Constituțională, Constituționale, Constituțională a, constitutional
- συνταιριάζω στα ρουμανικά - meci, chibrit, potrivi, potrivi în, încadrează în, se potrivi în, potrivesc
- συνταρακτικός στα ρουμανικά - șocant, socant, șocantă, șocante, socanta
- συντελεστής στα ρουμανικά - agent, factor, genă, factor de, factorul, factorului, factorul de
Τυχαίες λέξεις
Συνταξιούχος στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: pensionar, retras, pensionat, pensionari, sa retras
Μεταφράσεις: pensionar, retras, pensionat, pensionari, sa retras