Συνταξιούχος στα γερμανικά

Μετάφραση: συνταξιούχος, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
rentenempfänger, pensionist, ruheständler, rentner, pensionär, im Ruhestand, pensioniert, Ruhestand, zurückgezogen, Rentner
Συνταξιούχος στα γερμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συνταξιούχος

συνταξιούχος αυτοκτόνησε, συνταξιούχος δημοσίου που εργάζεται, συνταξιούχος που εργάζεται, συνταξιούχος μέλος δσ, συνταξιούχος ατε, συνταξιούχος λεξικό γλώσσας γερμανικά, συνταξιούχος στα γερμανικά

Μεταφράσεις

  • συνταγματικός στα γερμανικά - integral, eingebaut, konstitutiv, spaziergang, gesetzmäßig, Verfassungs-, konstitutionell, ...
  • συνταιριάζω στα γερμανικά - spiel, übereinstimmen, korrespondieren, gegenstück, paar, kampf, wettkampf, ...
  • συνταρακτικός στα γερμανικά - rührend, schockierend, schockierende, schockierenden, schockierender
  • συντελεστής στα γερμανικά - makler, element, geschäftsführer, koeffizient, kommissionärin, faktor, warenmakler, ...
Τυχαίες λέξεις
Συνταξιούχος στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: rentenempfänger, pensionist, ruheständler, rentner, pensionär, im Ruhestand, pensioniert, Ruhestand, zurückgezogen, Rentner