Συνταξιούχος στα τούρκικα

Μετάφραση: συνταξιούχος, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
emekli, emekli oldu, emekliye, emekli bir
Συνταξιούχος στα τούρκικα
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συνταξιούχος

συνταξιούχος αυτοκτόνησε, συνταξιούχος δημοσίου που εργάζεται, συνταξιούχος που εργάζεται, συνταξιούχος μέλος δσ, συνταξιούχος ατε, συνταξιούχος λεξικό γλώσσας τούρκικα, συνταξιούχος στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • συνταγματικός στα τούρκικα - anayasal, anayasa, anayasal bir
  • συνταιριάζω στα τούρκικα - uygun, uyum, sığacak, sığdırmak, uyacak
  • συνταρακτικός στα τούρκικα - şok edici, şok, şok edici bir, şaşırtıcı, sarsıcı
  • συντελεστής στα τούρκικα - öğe, eleman, simsar, komisyoncu, faktör, faktörü, faktördür, ...
Τυχαίες λέξεις
Συνταξιούχος στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: emekli, emekli oldu, emekliye, emekli bir