Συνταξιούχος στα ολλανδικά
Μετάφραση: συνταξιούχος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
pensioentrekker, gepensioneerde, gepensioneerd, teruggetrokken, pensioen, met pensioen
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συνταξιούχος
συνταξιούχος αυτοκτόνησε, συνταξιούχος δημοσίου που εργάζεται, συνταξιούχος που εργάζεται, συνταξιούχος μέλος δσ, συνταξιούχος ατε, συνταξιούχος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, συνταξιούχος στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- συνταγματικός στα ολλανδικά - grondwettelijk, constitutioneel, constitutionele, grondwettelijke, rechtsstaat
- συνταιριάζω στα ολλανδικά - echtpaar, lucifer, match, duo, tweetal, echtelieden, wedstrijd, ...
- συνταρακτικός στα ολλανδικά - schokkend, stuitend, schokkende, schokken, het schokken
- συντελεστής στα ολλανδικά - element, bestanddeel, beginsel, makelaar, factor, factor is, factoren
Τυχαίες λέξεις
Συνταξιούχος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: pensioentrekker, gepensioneerde, gepensioneerd, teruggetrokken, pensioen, met pensioen
Μεταφράσεις: pensioentrekker, gepensioneerde, gepensioneerd, teruggetrokken, pensioen, met pensioen