Συνταξιούχος στα ιταλικά
Μετάφραση: συνταξιούχος, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
pensionato, ritirato, pensione, in pensione, pensionati
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συνταξιούχος
συνταξιούχος αυτοκτόνησε, συνταξιούχος δημοσίου που εργάζεται, συνταξιούχος που εργάζεται, συνταξιούχος μέλος δσ, συνταξιούχος ατε, συνταξιούχος λεξικό γλώσσας ιταλικά, συνταξιούχος στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- συνταγματικός στα ιταλικά - costituzionale, costituzionali, Costituzione, di diritto
- συνταιριάζω στα ιταλικά - partita, gara, fiammifero, coppia, adattarsi, bene in, adattarsi in, ...
- συνταρακτικός στα ιταλικά - scioccante, sconvolgente, scioccanti, shocking, impressionante
- συντελεστής στα ιταλικά - sensale, coefficiente, fattore, fattore di, elemento, fattori, il fattore
Τυχαίες λέξεις
Συνταξιούχος στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: pensionato, ritirato, pensione, in pensione, pensionati
Μεταφράσεις: pensionato, ritirato, pensione, in pensione, pensionati