Συνταξιούχος στα λιθουανικά
Μετάφραση: συνταξιούχος, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
išėjęs į pensiją, pensininkas, pensininkai, į pensiją, išėjo į pensiją
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συνταξιούχος
συνταξιούχος αυτοκτόνησε, συνταξιούχος δημοσίου που εργάζεται, συνταξιούχος που εργάζεται, συνταξιούχος μέλος δσ, συνταξιούχος ατε, συνταξιούχος λεξικό γλώσσας λιθουανικά, συνταξιούχος στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- συνταγματικός στα λιθουανικά - konstitucinis, konstitucinė, konstitucinės, konstitucinę, konstitucinio
- συνταιριάζω στα λιθουανικά - degtukas, derėti, varžybos, tikti, mačas, rungtynės, tilpti, ...
- συνταρακτικός στα λιθουανικά - šokiruojantis, šokiruoja, šokiruojanti, šokiruojančio, šokiruojantys
- συντελεστής στα λιθουανικά - genas, veiksnys, faktorius, elementas, koeficientas, faktoriaus
Τυχαίες λέξεις
Συνταξιούχος στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: išėjęs į pensiją, pensininkas, pensininkai, į pensiją, išėjo į pensiją
Μεταφράσεις: išėjęs į pensiją, pensininkas, pensininkai, į pensiją, išėjo į pensiją