Συνταξιούχος στα σλοβακικά
Μετάφραση: συνταξιούχος, Λεξικό: ελληνικά » σλοβακικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
v, na
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συνταξιούχος
συνταξιούχος αυτοκτόνησε, συνταξιούχος δημοσίου που εργάζεται, συνταξιούχος που εργάζεται, συνταξιούχος μέλος δσ, συνταξιούχος ατε, συνταξιούχος λεξικό γλώσσας σλοβακικά, συνταξιούχος στα σλοβακικά
Μεταφράσεις
- συνταγματικός στα σλοβακικά - ústavní, podstatný, ústavné, ústavný, ústavnej, ústavnú, ústavná
- συνταιριάζω στα σλοβακικά - zápas, zápalka, umiestniť, zverejniť
- συνταρακτικός στα σλοβακικά - rušný, škandalózne, škandálne, škandál, škandalózny, škandálny
- συντελεστής στα σλοβακικά - faktor, koeficient, faktorom, faktora
Τυχαίες λέξεις
Συνταξιούχος στα σλοβακικά - Λεξικό: ελληνικά » σλοβακικά
Μεταφράσεις: v, na
Μεταφράσεις: v, na