Συνταξιούχος στα σουηδικά

Μετάφραση: συνταξιούχος, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
pensionär, pensionerad, pensionerade, i pension, retired
Συνταξιούχος στα σουηδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συνταξιούχος

συνταξιούχος αυτοκτόνησε, συνταξιούχος δημοσίου που εργάζεται, συνταξιούχος που εργάζεται, συνταξιούχος μέλος δσ, συνταξιούχος ατε, συνταξιούχος λεξικό γλώσσας σουηδικά, συνταξιούχος στα σουηδικά

Μεταφράσεις

  • συνταγματικός στα σουηδικά - konstitutionell, konstitutionella, författnings, konstitutionellt, konstitutions
  • συνταιριάζω στα σουηδικά - koppla, par, tändsticka, make, passa in, passa i, passar in, ...
  • συνταρακτικός στα σουηδικά - chockerande, upprörande, shocking, chock, stöt
  • συντελεστής στα σουηδικά - agent, faktor, mäklare, faktorn, faktor som
Τυχαίες λέξεις
Συνταξιούχος στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: pensionär, pensionerad, pensionerade, i pension, retired