Συνταξιούχος στα βουλγαρικά
Μετάφραση: συνταξιούχος, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
пенсионер, пенсиониран, пенсионери, пенсионира, пенсионирани
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συνταξιούχος
συνταξιούχος αυτοκτόνησε, συνταξιούχος δημοσίου που εργάζεται, συνταξιούχος που εργάζεται, συνταξιούχος μέλος δσ, συνταξιούχος ατε, συνταξιούχος λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, συνταξιούχος στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- συνταγματικός στα βουλγαρικά - конституционния, конституционен, Конституционния, Конституционният, конституционна, конституционната
- συνταιριάζω στα βουλγαρικά - поберат, вписват, побере, се поберат, се побере
- συνταρακτικός στα βουλγαρικά - скандален, ужасно, шокиращо, шокираща, шокиращи
- συντελεστής στα βουλγαρικά - фактор, коефициент, ген, фактор на, фактор за
Τυχαίες λέξεις
Συνταξιούχος στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: пенсионер, пенсиониран, пенсионери, пенсионира, пенсионирани
Μεταφράσεις: пенсионер, пенсиониран, пенсионери, пенсионира, пенсионирани