Συνταξιούχος στα φινλανδικά

Μετάφραση: συνταξιούχος, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
eläkkeensaaja, eläkeläinen, kansaneläkeläinen, eläkkeellä, eläkkeelle, jäi eläkkeelle, siirtyi eläkkeelle
Συνταξιούχος στα φινλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συνταξιούχος

συνταξιούχος αυτοκτόνησε, συνταξιούχος δημοσίου που εργάζεται, συνταξιούχος που εργάζεται, συνταξιούχος μέλος δσ, συνταξιούχος ατε, συνταξιούχος λεξικό γλώσσας φινλανδικά, συνταξιούχος στα φινλανδικά

Μεταφράσεις

  • συνταγματικός στα φινλανδικά - rakenteellinen, luontainen, perustuslaillinen, perustuslain, perustuslaillisen, perustuslaillisia, Valtiosäännön asettamista
  • συνταιριάζω στα φινλανδικά - pari, kilpailu, ottelu, naittaa, sovi, mahdu, sopii, ...
  • συνταρακτικός στα φινλανδικά - innostava, järkyttävä, järkyttävää, järkyttäviä, järkyttävän
  • συντελεστής στα φινλανδικά - faktori, välittäjä, alkuaine, ainesosa, osatekijä, kerroin, aines, ...
Τυχαίες λέξεις
Συνταξιούχος στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: eläkkeensaaja, eläkeläinen, kansaneläkeläinen, eläkkeellä, eläkkeelle, jäi eläkkeelle, siirtyi eläkkeelle