Κορσέ στα βουλγαρικά
Μετάφραση: κορσέ, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
корсет, корсета, корсети, корсет от
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κορσέ
κορσέ εγκυμοσύνης, κορσέ αδυνατίσματος, κονέ κορσέ, κορσέ λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, κορσέ στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- κοροϊδεύω στα βουλγαρικά - глупях, будала, Dupe, мамя, подлъгвам, лековерен човек
- κορσάζ στα βουλγαρικά - букет, корсаж, букетче което се носи на корсаж
- κορυδαλλός στα βουλγαρικά - чучулига, Ларк, кокошка, шега, лудория
- κορυφή στα βουλγαρικά - зенит, връх, лидер, горната, горния, отгоре
Τυχαίες λέξεις
Κορσέ στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: корсет, корсета, корсети, корсет от
Μεταφράσεις: корсет, корсета, корсети, корсет от