Κορσέ στα ουγγρικά
Μετάφραση: κορσέ, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
befűz, fűző, fűzőt, corset, gyógyfűző
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κορσέ
κορσέ εγκυμοσύνης, κορσέ αδυνατίσματος, κονέ κορσέ, κορσέ λεξικό γλώσσας ουγγρικά, κορσέ στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- κοροϊδεύω στα ουγγρικά - gyümölcskrém, balek, dupe, rászed, balekja
- κορσάζ στα ουγγρικά - női ruhaderék, ruhaderék, Korszázs, virágcsokor
- κορυδαλλός στα ουγγρικά - pacsirta, Lark, vékonycsőrű pacsirtát, a vékonycsőrű pacsirtát, pacsirtánál
- κορυφή στα ουγγρικά - zenit, csúcsérték, fejbúb, orom, legkülönb, maximum, felső, ...
Τυχαίες λέξεις
Κορσέ στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: befűz, fűző, fűzőt, corset, gyógyfűző
Μεταφράσεις: befűz, fűző, fűzőt, corset, gyógyfűző