Κορσέ στα ιταλικά
Μετάφραση: κορσέ, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
corsetto, del corsetto, busto, il corsetto, corsetto di
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κορσέ
κορσέ εγκυμοσύνης, κορσέ αδυνατίσματος, κονέ κορσέ, κορσέ λεξικό γλώσσας ιταλικά, κορσέ στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- κοροϊδεύω στα ιταλικά - scemo, babbeo, idiota, sciocco, pazzo, dupe, vittima, ...
- κορσάζ στα ιταλικά - corpetto, corsage, bouquet, del corsage, bouquet di
- κορυδαλλός στα ιταλικά - lodola, allodola, scherzo, burla, Lark, un'allodola
- κορυφή στα ιταλικά - punta, culmine, apogeo, colmo, sommità, apice, cima, ...
Τυχαίες λέξεις
Κορσέ στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: corsetto, del corsetto, busto, il corsetto, corsetto di
Μεταφράσεις: corsetto, del corsetto, busto, il corsetto, corsetto di