Κορσέ στα γερμανικά
Μετάφραση: κορσέ, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
korsett, Korsett, Korsetts, corset
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κορσέ
κορσέ εγκυμοσύνης, κορσέ αδυνατίσματος, κονέ κορσέ, κορσέ λεξικό γλώσσας γερμανικά, κορσέ στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- κοροϊδεύω στα γερμανικά - verrückt, dummer, dummkopf, blödel, dummbart, dumme, narr, ...
- κορσάζ στα γερμανικά - korsage, mieder, leibchen, taille, anstecksträußchen, Korsage, Mieder, ...
- κορυδαλλός στα γερμανικά - lerche, feldlerche, Lerche, lark, Spaß, Lerchen
- κορυφή στα γερμανικά - kopfende, anfang, führend, allerhöchste, blüte, ecke, höchstwert, ...
Τυχαίες λέξεις
Κορσέ στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: korsett, Korsett, Korsetts, corset
Μεταφράσεις: korsett, Korsett, Korsetts, corset