Κορσέ στα πολωνικά
Μετάφραση: κορσέ, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
gorset, corset, gorsetu, gorsetowego, gorset ze
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κορσέ
κορσέ εγκυμοσύνης, κορσέ αδυνατίσματος, κονέ κορσέ, κορσέ λεξικό γλώσσας πολωνικά, κορσέ στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- κοροϊδεύω στα πολωνικά - głupieć, durzyć, głupiec, głuptas, pozorować, błazen, wygłupiać, ...
- κορσάζ στα πολωνικά - stanik, gors, kaftan, corsage, gorsety
- κορυδαλλός στα πολωνικά - psocić, brać, kawał, skowronek, nabrać, swawolić, figiel, ...
- κορυφή στα πολωνικά - bąk, zabawka, góra, pik, wierzch, top, czubek, ...
Τυχαίες λέξεις
Κορσέ στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: gorset, corset, gorsetu, gorsetowego, gorset ze
Μεταφράσεις: gorset, corset, gorsetu, gorsetowego, gorset ze