Κορσέ στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: κορσέ, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
корсет, корсетот
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κορσέ
κορσέ εγκυμοσύνης, κορσέ αδυνατίσματος, κονέ κορσέ, κορσέ λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, κορσέ στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- κοροϊδεύω στα σλαβομακεδονικά - будала, жртва
- κορσάζ στα σλαβομακεδονικά - Корсажи
- κορυδαλλός στα σλαβομακεδονικά - лудувам, чучулига, канаринците, шега, закачам
- κορυφή στα σλαβομακεδονικά - врвот, топ, горниот, првите, врвни
Τυχαίες λέξεις
Κορσέ στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: корсет, корсетот
Μεταφράσεις: корсет, корсетот