Κορσέ στα δανικά
Μετάφραση: κορσέ, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
korset, Corset, Corsage, korsettet, korsetmager
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κορσέ
κορσέ εγκυμοσύνης, κορσέ αδυνατίσματος, κονέ κορσέ, κορσέ λεξικό γλώσσας δανικά, κορσέ στα δανικά
Μεταφράσεις
- κοροϊδεύω στα δανικά - fjols, dupe, narre, dup, godtroende fjols
- κορσάζ στα δανικά - corsage
- κορυδαλλός στα δανικά - lærke, sanglærke, Lark, lærken, lærkens
- κορυφή στα δανικά - top, toppunkt, spids, højdepunkt, øverst, overflade, toppen, ...
Τυχαίες λέξεις
Κορσέ στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: korset, Corset, Corsage, korsettet, korsetmager
Μεταφράσεις: korset, Corset, Corsage, korsettet, korsetmager