Κορσέ στα λιθουανικά
Μετάφραση: κορσέ, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
korsetas, korsetų, corset, korseto, Korsete
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κορσέ
κορσέ εγκυμοσύνης, κορσέ αδυνατίσματος, κονέ κορσέ, κορσέ λεξικό γλώσσας λιθουανικά, κορσέ στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- κοροϊδεύω στα λιθουανικά - kvailys, naivuolis, dupe, apgautasis, apmauti, apdumti kam akis
- κορσάζ στα λιθουανικά - korsažas, kiklikas, Ņieburs, Korsetas, Corsage
- κορυδαλλός στα λιθουανικά - vieversys, Lark, vyturys, riestasnapis vieversys, juokai
- κορυφή στα λιθουανικά - viršus, viršūnė, viršutinis, top, viršų, viršaus
Τυχαίες λέξεις
Κορσέ στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: korsetas, korsetų, corset, korseto, Korsete
Μεταφράσεις: korsetas, korsetų, corset, korseto, Korsete