Κορσέ στα γαλλικά
Μετάφραση: κορσέ, Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
corset, corset de, corsets, guêpière
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κορσέ
κορσέ εγκυμοσύνης, κορσέ αδυνατίσματος, κονέ κορσέ, κορσέ λεξικό γλώσσας γαλλικά, κορσέ στα γαλλικά
Μεταφράσεις
- κοροϊδεύω στα γαλλικά - gille, aliéné, escroquer, arlequin, idiot, bouffon, mystifier, ...
- κορσάζ στα γαλλικά - corsage, veste, corsage de, bouquet de corsage, de corsage, bustier
- κορυδαλλός στα γαλλικά - alouette, farce, pinson, lark, l'alouette
- κορυφή στα γαλλικά - période, surface, pointe, excéder, crête, pic, supérieur, ...
Τυχαίες λέξεις
Κορσέ στα γαλλικά - Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Μεταφράσεις: corset, corset de, corsets, guêpière
Μεταφράσεις: corset, corset de, corsets, guêpière