Κορσέ στα ολλανδικά

Μετάφραση: κορσέ, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
korset, corset, keurs lijf, korsettenmaker
Κορσέ στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κορσέ

κορσέ εγκυμοσύνης, κορσέ αδυνατίσματος, κονέ κορσέ, κορσέ λεξικό γλώσσας ολλανδικά, κορσέ στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • κοροϊδεύω στα ολλανδικά - malloot, domkop, domoor, clown, dwaas, sufferd, stomkop, ...
  • κορσάζ στα ολλανδικά - corsage
  • κορυδαλλός στα ολλανδικά - leeuwerik, Lark, lokvogels, de Leeuwerik, leeuweriken
  • κορυφή στα ολλανδικά - top, kruin, kroon, afknotten, spits, piek, tip, ...
Τυχαίες λέξεις
Κορσέ στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: korset, corset, keurs lijf, korsettenmaker