Κορσέ στα πορτογαλικά

Μετάφραση: κορσέ, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
espartilho, corset, do espartilho, colete, espartilho de
Κορσέ στα πορτογαλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κορσέ

κορσέ εγκυμοσύνης, κορσέ αδυνατίσματος, κονέ κορσέ, κορσέ λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, κορσέ στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • κοροϊδεύω στα πορτογαλικά - tolo, comida, imbecil, alimento, joguete, dupe, ingênuo, ...
  • κορσάζ στα πορτογαλικά - corpete, corsage, buquê, broche, buquê de
  • κορυδαλλός στα πορτογαλικά - cotovia, grande, calhandra, animal, Lark, brincadeira, farra, ...
  • κορυφή στα πορτογαλικά - alto, cimo, pêssego, ponta, extremidade, cume, ápice, ...
Τυχαίες λέξεις
Κορσέ στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: espartilho, corset, do espartilho, colete, espartilho de