Όριο στα βουλγαρικά

Μετάφραση: όριο, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
мажа, граница, лимит, ограничение, срок, граница на
Όριο στα βουλγαρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: όριο

όριο ηλικίας συνταξιοδότησης, όριο απουσιών, όριο αξιοπρεπούς διαβίωσης, όριο απευθείας ανάθεσης έργου, όριο αφορολόγητης απόκτησης πρώτης κατοικίας, όριο λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, όριο στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • όρεξη στα βουλγαρικά - апетит, апетита, на апетита, на апетит
  • όρθιος στα βουλγαρικά - изправено, изправен, изправено положение, в изправено положение, прав
  • όρκος στα βουλγαρικά - клетва, клетвата, клетвена, под клетва
  • όρος στα βουλγαρικά - гора, срок, планина, термин, план, Терминът, мандат
Τυχαίες λέξεις
Όριο στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: мажа, граница, лимит, ограничение, срок, граница на