Όριο στα ισλανδικά

Μετάφραση: όριο, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
mörk, takmörk, takmarka, mörkum, hámark
Όριο στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: όριο

όριο ηλικίας συνταξιοδότησης, όριο απουσιών, όριο αξιοπρεπούς διαβίωσης, όριο απευθείας ανάθεσης έργου, όριο αφορολόγητης απόκτησης πρώτης κατοικίας, όριο λεξικό γλώσσας ισλανδικά, όριο στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • όρεξη στα ισλανδικά - lyst, matarlyst, lystarleysi, áhugi
  • όρθιος στα ισλανδικά - uppréttur, upprétt, uppréttri stöðu, uppréttu, í uppréttri stöðu
  • όρκος στα ισλανδικά - eiður, eið, sverja, eiðs, eiði, Eiður
  • όρος στα ισλανδικά - fell, fjall, heiti, tíma, hugtakið, hugtak, orð, ...
Τυχαίες λέξεις
Όριο στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: mörk, takmörk, takmarka, mörkum, hámark