Όριο στα εσθονικά
Μετάφραση: όριο, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
piirjoon, piir, limiit, piirmäära, piiri, piirmäär
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: όριο
όριο ηλικίας συνταξιοδότησης, όριο απουσιών, όριο αξιοπρεπούς διαβίωσης, όριο απευθείας ανάθεσης έργου, όριο αφορολόγητης απόκτησης πρώτης κατοικίας, όριο λεξικό γλώσσας εσθονικά, όριο στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- όρεξη στα εσθονικά - isu, iha, söögiisu, isutus
- όρθιος στα εσθονικά - seisus, sirgeseljaline, staatus, aus, püstine, püsti, püstises, ...
- όρκος στα εσθονικά - vanne, tõotus, vande, ametivande, vande all, vandetõotuse
- όρος στα εσθονικά - eritingimus, oskussõna, semester, mägi, tähtaeg, paigaldama, termin, ...
Τυχαίες λέξεις
Όριο στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: piirjoon, piir, limiit, piirmäära, piiri, piirmäär
Μεταφράσεις: piirjoon, piir, limiit, piirmäära, piiri, piirmäär