Όριο στα λευκορωσικά

Μετάφραση: όριο, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
мяжа, мяжу
Όριο στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: όριο

όριο ηλικίας συνταξιοδότησης, όριο απουσιών, όριο αξιοπρεπούς διαβίωσης, όριο απευθείας ανάθεσης έργου, όριο αφορολόγητης απόκτησης πρώτης κατοικίας, όριο λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, όριο στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • όρεξη στα λευκορωσικά - апетыт
  • όρθιος στα λευκορωσικά - вертыкальна
  • όρκος στα λευκορωσικά - прысяга, клятва, прысяга на, кляцьба
  • όρος στα λευκορωσικά - падымаццa, гара, тэрмін
Τυχαίες λέξεις
Όριο στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: мяжа, мяжу