Όριο στα νορβηγικά

Μετάφραση: όριο, Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
grense, limit, grensen
Όριο στα νορβηγικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: όριο

όριο ηλικίας συνταξιοδότησης, όριο απουσιών, όριο αξιοπρεπούς διαβίωσης, όριο απευθείας ανάθεσης έργου, όριο αφορολόγητης απόκτησης πρώτης κατοικίας, όριο λεξικό γλώσσας νορβηγικά, όριο στα νορβηγικά

Μεταφράσεις

  • όρεξη στα νορβηγικά - begjær, appetitt, appetitten, matlyst
  • όρθιος στα νορβηγικά - rank, stilling, rak, rettskaffen, rett, oppreist, stående, ...
  • όρκος στα νορβηγικά - ed, eden, sverge
  • όρος στα νορβηγικά - bestige, periode, fjell, termin, semester, montere, berg, ...
Τυχαίες λέξεις
Όριο στα νορβηγικά - Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Μεταφράσεις: grense, limit, grensen