Όριο στα τούρκικα
Μετάφραση: όριο, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sınır, limit, sınırı, limiti, sınırlama
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: όριο
όριο ηλικίας συνταξιοδότησης, όριο απουσιών, όριο αξιοπρεπούς διαβίωσης, όριο απευθείας ανάθεσης έργου, όριο αφορολόγητης απόκτησης πρώτης κατοικίας, όριο λεξικό γλώσσας τούρκικα, όριο στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- όρεξη στα τούρκικα - arzu, iştah, istek, iştahı, iştahının, bir iştah, iştahsızlık
- όρθιος στα τούρκικα - dikey, dik, dürüst, dik bir, dikine, ayakta
- όρκος στα τούρκικα - kasam, ant, yemin, yemini, oath, yemindir
- όρος στα τούρκικα - dağ, vade, kavram, dönem, terim, vadeli, süreli, ...
Τυχαίες λέξεις
Όριο στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: sınır, limit, sınırı, limiti, sınırlama
Μεταφράσεις: sınır, limit, sınırı, limiti, sınırlama