Όριο στα πορτογαλικά

Μετάφραση: όριο, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
raia, confins, limite, limite de, limites, prazo
Όριο στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: όριο

όριο ηλικίας συνταξιοδότησης, όριο απουσιών, όριο αξιοπρεπούς διαβίωσης, όριο απευθείας ανάθεσης έργου, όριο αφορολόγητης απόκτησης πρώτης κατοικίας, όριο λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, όριο στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • όρεξη στα πορτογαλικά - apetite, desfasado, gana, desejo, o apetite, do apetite, de apetite
  • όρθιος στα πορτογαλικά - vertical, ereta, na posição vertical, posição vertical, na vertical
  • όρκος στα πορτογαλικά - remo, jura, votar, voto, juramento, juramento de, o juramento
  • όρος στα πορτογαλικά - termo, serra, vocábulo, mudar, estipulação, montanhas, tergiversar, ...
Τυχαίες λέξεις
Όριο στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: raia, confins, limite, limite de, limites, prazo