Όριο στα λιθουανικά
Μετάφραση: όριο, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
siena, riba, ribinė, limitas, ribą, apribojimas
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: όριο
όριο ηλικίας συνταξιοδότησης, όριο απουσιών, όριο αξιοπρεπούς διαβίωσης, όριο απευθείας ανάθεσης έργου, όριο αφορολόγητης απόκτησης πρώτης κατοικίας, όριο λεξικό γλώσσας λιθουανικά, όριο στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- όρεξη στα λιθουανικά - apetitas, apetito, apetitą, troškimas
- όρθιος στα λιθουανικά - vertikaliai, stačiai, tiesiai, vertikalioje padėtyje, doras
- όρκος στα λιθουανικά - priesaika, priesaikos, Priesaiką, imasi priesaikos
- όρος στα λιθουανικά - kalnas, terminas, sąvoka, trukmės, draugyste
Τυχαίες λέξεις
Όριο στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: siena, riba, ribinė, limitas, ribą, apribojimas
Μεταφράσεις: siena, riba, ribinė, limitas, ribą, apribojimas