Όριο στα φινλανδικά

Μετάφραση: όριο, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
syrjä, reuna, ääri, raja, rajan, rajaa, rajoittaa
Όριο στα φινλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: όριο

όριο ηλικίας συνταξιοδότησης, όριο απουσιών, όριο αξιοπρεπούς διαβίωσης, όριο απευθείας ανάθεσης έργου, όριο αφορολόγητης απόκτησης πρώτης κατοικίας, όριο λεξικό γλώσσας φινλανδικά, όριο στα φινλανδικά

Μεταφράσεις

  • όρεξη στα φινλανδικά - ruokahalu, ruokahalua, ruokahalun, appetite, ruokahaluttomuus
  • όρθιος στα φινλανδικά - asento, pysty, asema, tinkimätön, pystyssä, maine, suora, ...
  • όρκος στα φινλανδικά - vala, kirous, pyhittää, kirota, noitua, vannoa, oath, ...
  • όρος στα φινλανδικά - nimike, vuori, tunturi, kehystää, kausi, määräys, röykkiö, ...
Τυχαίες λέξεις
Όριο στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: syrjä, reuna, ääri, raja, rajan, rajaa, rajoittaa