Όριο στα ιταλικά

Μετάφραση: όριο, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
termine, limite, frontiera, confine, limite di, limiti, il limite
Όριο στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: όριο

όριο ηλικίας συνταξιοδότησης, όριο απουσιών, όριο αξιοπρεπούς διαβίωσης, όριο απευθείας ανάθεσης έργου, όριο αφορολόγητης απόκτησης πρώτης κατοικίας, όριο λεξικό γλώσσας ιταλικά, όριο στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • όρεξη στα ιταλικά - brama, appetito, l'appetito, dell'appetito, propensione, propensione al
  • όρθιος στα ιταλικά - diritto, grado, posizione, verticale, perpendicolare, ritto, montante, ...
  • όρκος στα ιταλικά - bestemmia, giuramento, giurata, giuramento di, giurare
  • όρος στα ιταλικά - montare, cavalcatura, espressione, termine, montagna, monte, periodo, ...
Τυχαίες λέξεις
Όριο στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: termine, limite, frontiera, confine, limite di, limiti, il limite