Όριο στα δανικά

Μετάφραση: όριο, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
begrænsning, grænse, grænsen, frist, loft
Όριο στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: όριο

όριο ηλικίας συνταξιοδότησης, όριο απουσιών, όριο αξιοπρεπούς διαβίωσης, όριο απευθείας ανάθεσης έργου, όριο αφορολόγητης απόκτησης πρώτης κατοικίας, όριο λεξικό γλώσσας δανικά, όριο στα δανικά

Μεταφράσεις

  • όρεξη στα δανικά - appetit, appetitten, appetitløshed, lyst
  • όρθιος στα δανικά - oprejst, opretstående, lodret, opret, stående
  • όρκος στα δανικά - ed, oath, under ed, aflægge ed
  • όρος στα δανικά - bjerg, udtryk, sigt, term, udtrykket, begrebet
Τυχαίες λέξεις
Όριο στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: begrænsning, grænse, grænsen, frist, loft