Όριο στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: όριο, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
граница, ограничување, лимит, ограничување на, ограничувањето
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: όριο
όριο ηλικίας συνταξιοδότησης, όριο απουσιών, όριο αξιοπρεπούς διαβίωσης, όριο απευθείας ανάθεσης έργου, όριο αφορολόγητης απόκτησης πρώτης κατοικίας, όριο λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, όριο στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- όρεξη στα σλαβομακεδονικά - апетитот, апетит, на апетитот
- όρθιος στα σλαβομακεδονικά - исправено, исправена, исправен, праведните, исправени
- όρκος στα σλαβομακεδονικά - заклетвата, заклетва, заколна, клетвата, свечена заклетва
- όρος στα σλαβομακεδονικά - планина, терминот, рок, мандат, термин, поимот
Τυχαίες λέξεις
Όριο στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: граница, ограничување, лимит, ограничување на, ограничувањето
Μεταφράσεις: граница, ограничување, лимит, ограничување на, ограничувањето