Εγκλεισμός στα γαλλικά
Μετάφραση: εγκλεισμός, Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
internement, encapsulation, l'encapsulation, encapsulage, d'encapsulation
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εγκλεισμός
εγκλεισμός ετυμολογία, εγκλεισμός ορισμός, εγκλεισμός συνώνυμο, εγκλεισμός σε ψυχιατρείο, αποκλεισμός ατόμων με ειδικές ανάγκες, εγκλεισμός λεξικό γλώσσας γαλλικά, εγκλεισμός στα γαλλικά
Μεταφράσεις
- εγκεφαλικός στα γαλλικά - cérébral, cérébrale, cérébrales, cérébraux, cerveau
- εγκλείω στα γαλλικά - condenser, enfermer, emboîter, EnCase, envelopper, EnCase®
- εγκληματίας στα γαλλικά - coupable, pénal, dévoyé, punissable, condamnable, négligent, criminel, ...
- εγκληματικός στα γαλλικά - hors-la-loi, coupable, scélérat, malfaiteur, condamnable, pénal, punissable, ...
Τυχαίες λέξεις
Εγκλεισμός στα γαλλικά - Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Μεταφράσεις: internement, encapsulation, l'encapsulation, encapsulage, d'encapsulation
Μεταφράσεις: internement, encapsulation, l'encapsulation, encapsulage, d'encapsulation