Εγκλεισμός στα ρωσικά

Μετάφραση: εγκλεισμός, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
интернирование, Инкапсуляция, инкапсуляции, Encapsulation, Инкапсулирование, Капсулирование
Εγκλεισμός στα ρωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εγκλεισμός

εγκλεισμός ετυμολογία, εγκλεισμός ορισμός, εγκλεισμός συνώνυμο, εγκλεισμός σε ψυχιατρείο, αποκλεισμός ατόμων με ειδικές ανάγκες, εγκλεισμός λεξικό γλώσσας ρωσικά, εγκλεισμός στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • εγκεφαλικός στα ρωσικά - мозговой, головной, церебральный, головного мозга, церебральным, церебральной
  • εγκλείω στα ρωσικά - инкапсулировать, закрывать, EnCase, обеспечение EnCase
  • εγκληματίας στα ρωσικά - виновный, правонарушитель, провинившийся, вор, преступный, уголовник, уголовный, ...
  • εγκληματικός στα ρωσικά - преступник, злоумышленник, криминальный, уголовник, вор, блатной, преступный, ...
Τυχαίες λέξεις
Εγκλεισμός στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: интернирование, Инкапсуляция, инкапсуляции, Encapsulation, Инкапсулирование, Капсулирование