Εγκλεισμός στα σουηδικά
Μετάφραση: εγκλεισμός, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
Inkapsling, Inkapslings, Kapslings, Encapsulation, inkapsling
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εγκλεισμός
εγκλεισμός ετυμολογία, εγκλεισμός ορισμός, εγκλεισμός συνώνυμο, εγκλεισμός σε ψυχιατρείο, αποκλεισμός ατόμων με ειδικές ανάγκες, εγκλεισμός λεξικό γλώσσας σουηδικά, εγκλεισμός στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- εγκεφαλικός στα σουηδικά - cerebral, cerebrala, hjärn, cerebralt, hjärnan
- εγκλείω στα σουηδικά - encase, inlägga
- εγκληματίας στα σουηδικά - brottsling, förbrytare, brottslig, kriminell, kriminella, brottsliga, eventuella brottsliga
- εγκληματικός στα σουηδικά - förbrytare, brottslig, brottsling, kriminell, kriminella, brottsliga, eventuella brottsliga
Τυχαίες λέξεις
Εγκλεισμός στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: Inkapsling, Inkapslings, Kapslings, Encapsulation, inkapsling
Μεταφράσεις: Inkapsling, Inkapslings, Kapslings, Encapsulation, inkapsling