Εγκλεισμός στα ισλανδικά

Μετάφραση: εγκλεισμός, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hjúpun, hylkjunarvél, hjúpunarskilvirkni
Εγκλεισμός στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εγκλεισμός

εγκλεισμός ετυμολογία, εγκλεισμός ορισμός, εγκλεισμός συνώνυμο, εγκλεισμός σε ψυχιατρείο, αποκλεισμός ατόμων με ειδικές ανάγκες, εγκλεισμός λεξικό γλώσσας ισλανδικά, εγκλεισμός στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • εγκεφαλικός στα ισλανδικά - heila, í heila, heilaæðum, heilablæðing, heila-
  • εγκλείω στα ισλανδικά - encase
  • εγκληματίας στα ισλανδικά - glæpamaður, glæpsamlegt, glæpastarfsemi, afbrot, glæpsamleg
  • εγκληματικός στα ισλανδικά - glæpamaður, glæpsamlegt, glæpastarfsemi, afbrot, glæpsamleg
Τυχαίες λέξεις
Εγκλεισμός στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: hjúpun, hylkjunarvél, hjúpunarskilvirkni