Εγκλεισμός στα ρουμανικά

Μετάφραση: εγκλεισμός, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
încapsulare, de încapsulare, încapsularea, Incapsularea, de incapsulare
Εγκλεισμός στα ρουμανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εγκλεισμός

εγκλεισμός ετυμολογία, εγκλεισμός ορισμός, εγκλεισμός συνώνυμο, εγκλεισμός σε ψυχιατρείο, αποκλεισμός ατόμων με ειδικές ανάγκες, εγκλεισμός λεξικό γλώσσας ρουμανικά, εγκλεισμός στα ρουμανικά

Μεταφράσεις

  • εγκεφαλικός στα ρουμανικά - cerebral, cerebrală, cerebrale, cerebrala
  • εγκλείω στα ρουμανικά - așeza, EnCase, împacheta, înveli
  • εγκληματίας στα ρουμανικά - scelerat, criminal, penal, penală, penale, penala
  • εγκληματικός στα ρουμανικά - scelerat, criminal, penal, penală, penale, penala
Τυχαίες λέξεις
Εγκλεισμός στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: încapsulare, de încapsulare, încapsularea, Incapsularea, de incapsulare