Εγκλεισμός στα τούρκικα

Μετάφραση: εγκλεισμός, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
Enkapsülasyon, Encapsulation, Enkapsulasyon, Kapsüllemesi, kapsülleme
Εγκλεισμός στα τούρκικα
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εγκλεισμός

εγκλεισμός ετυμολογία, εγκλεισμός ορισμός, εγκλεισμός συνώνυμο, εγκλεισμός σε ψυχιατρείο, αποκλεισμός ατόμων με ειδικές ανάγκες, εγκλεισμός λεξικό γλώσσας τούρκικα, εγκλεισμός στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • εγκεφαλικός στα τούρκικα - beyin, serebral, beyinsel
  • εγκλείω στα τούρκικα - örtmek, encase, kapamak, sandığa koymak
  • εγκληματίας στα τούρκικα - cani, suçlu, ceza, suç, cezai, adli
  • εγκληματικός στα τούρκικα - cani, suçlu, ceza, suç, cezai, adli
Τυχαίες λέξεις
Εγκλεισμός στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: Enkapsülasyon, Encapsulation, Enkapsulasyon, Kapsüllemesi, kapsülleme