Εγκλεισμός στα πολωνικά
Μετάφραση: εγκλεισμός, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
internowanie, hermetyzacja, enkapsulacja, Encapsulation, hermetyzacji, enkapsulacji
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εγκλεισμός
εγκλεισμός ετυμολογία, εγκλεισμός ορισμός, εγκλεισμός συνώνυμο, εγκλεισμός σε ψυχιατρείο, αποκλεισμός ατόμων με ειδικές ανάγκες, εγκλεισμός λεξικό γλώσσας πολωνικά, εγκλεισμός στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- εγκεφαλικός στα πολωνικά - intelektualny, mózgowy, cerebralny, mózgowe, mózgowych, mózgowa
- εγκλείω στα πολωνικά - kondensować, zamykać, obejmować, kapsułkować, hermetyzować, obramować, oblec, ...
- εγκληματίας στα πολωνικά - bandyta, zbrodniarka, winny, kryminalny, delikwent, karny, zbrodniczy, ...
- εγκληματικός στα πολωνικά - karalność, zbrodniarka, przestępczy, zbrodniarz, zaniedbanie, kryminalista, kryminalny, ...
Τυχαίες λέξεις
Εγκλεισμός στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: internowanie, hermetyzacja, enkapsulacja, Encapsulation, hermetyzacji, enkapsulacji
Μεταφράσεις: internowanie, hermetyzacja, enkapsulacja, Encapsulation, hermetyzacji, enkapsulacji