Εγκλεισμός στα ολλανδικά
Μετάφραση: εγκλεισμός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
inkapseling, encapsulatie, inkapselen, Encapsulation, het inkapselen
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εγκλεισμός
εγκλεισμός ετυμολογία, εγκλεισμός ορισμός, εγκλεισμός συνώνυμο, εγκλεισμός σε ψυχιατρείο, αποκλεισμός ατόμων με ειδικές ανάγκες, εγκλεισμός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, εγκλεισμός στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- εγκεφαλικός στα ολλανδικά - hersen-, cerebrale, cerebraal, hersen, hersenen
- εγκλείω στα ολλανδικά - omsluiten, encase, zet je, steken in
- εγκληματίας στα ολλανδικά - nalatig, nonchalant, misdadiger, crimineel, onachtzaam, snood, misdadig, ...
- εγκληματικός στα ολλανδικά - misdadig, snood, crimineel, misdadiger, strafrechtelijk, strafrechtelijke
Τυχαίες λέξεις
Εγκλεισμός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: inkapseling, encapsulatie, inkapselen, Encapsulation, het inkapselen
Μεταφράσεις: inkapseling, encapsulatie, inkapselen, Encapsulation, het inkapselen