Εγκλεισμός στα ουκρανικά
Μετάφραση: εγκλεισμός, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
інтернування, інкапсуляція
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εγκλεισμός
εγκλεισμός ετυμολογία, εγκλεισμός ορισμός, εγκλεισμός συνώνυμο, εγκλεισμός σε ψυχιατρείο, αποκλεισμός ατόμων με ειδικές ανάγκες, εγκλεισμός λεξικό γλώσσας ουκρανικά, εγκλεισμός στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- εγκεφαλικός στα ουκρανικά - церебральний, церебральна, мозковий, церебральне
- εγκλείω στα ουκρανικά - закривати, заплющувати, закриватимуть, зачиняти, закриватиме
- εγκληματίας στα ουκρανικά - злодій, карний, несплачений, правопорушник, злочинний, злочинець, кримінальну, ...
- εγκληματικός στα ουκρανικά - злочинний, карний, злодій, злочинець, кримінальну, кримінальна, кримінальне
Τυχαίες λέξεις
Εγκλεισμός στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: інтернування, інкапсуляція
Μεταφράσεις: інтернування, інкапсуляція