Εγκλεισμός στα δανικά

Μετάφραση: εγκλεισμός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
Indkapsling, Encapsulation, indkapslingen, Kapsling, Indkapslingsmateriale
Εγκλεισμός στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εγκλεισμός

εγκλεισμός ετυμολογία, εγκλεισμός ορισμός, εγκλεισμός συνώνυμο, εγκλεισμός σε ψυχιατρείο, αποκλεισμός ατόμων με ειδικές ανάγκες, εγκλεισμός λεξικό γλώσσας δανικά, εγκλεισμός στα δανικά

Μεταφράσεις

  • εγκεφαλικός στα δανικά - cerebral, cerebrale, cerebralt, hjernen, hjerne
  • εγκλείω στα δανικά - encase
  • εγκληματίας στα δανικά - forbryder, fredløs, kriminel, kriminelle, strafferetlige, strafferetlig, strafbar
  • εγκληματικός στα δανικά - forbryder, fredløs, kriminel, kriminelle, strafferetlige, strafferetlig, strafbar
Τυχαίες λέξεις
Εγκλεισμός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: Indkapsling, Encapsulation, indkapslingen, Kapsling, Indkapslingsmateriale