Εγκλεισμός στα εσθονικά
Μετάφραση: εγκλεισμός, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
Encapsulation, Kapseldamine, Kapseldus, Kapseldamist, Kapseldumine
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εγκλεισμός
εγκλεισμός ετυμολογία, εγκλεισμός ορισμός, εγκλεισμός συνώνυμο, εγκλεισμός σε ψυχιατρείο, αποκλεισμός ατόμων με ειδικές ανάγκες, εγκλεισμός λεξικό γλώσσας εσθονικά, εγκλεισμός στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- εγκεφαλικός στα εσθονικά - peaaju-, aju, tserebraalne, peaaju, tserebraalse
- εγκλείω στα εσθονικά - kapseldama, kapseldada, kastiga, kastiga varustama, kastidesse pakkima
- εγκληματίας στα εσθονικά - kurjategija, lootusetu, kriminaalne, kuritegelik, kriminaal-, kriminaalmenetluse
- εγκληματικός στα εσθονικά - kriminaalne, kurjategija, kuritegelik, kriminaal-, kriminaalmenetluse
Τυχαίες λέξεις
Εγκλεισμός στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: Encapsulation, Kapseldamine, Kapseldus, Kapseldamist, Kapseldumine
Μεταφράσεις: Encapsulation, Kapseldamine, Kapseldus, Kapseldamist, Kapseldumine