Εγκλεισμός στα πορτογαλικά

Μετάφραση: εγκλεισμός, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
Encapsulation, encapsulamento, Encapsulação, A encapsulação, de encapsulamento
Εγκλεισμός στα πορτογαλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εγκλεισμός

εγκλεισμός ετυμολογία, εγκλεισμός ορισμός, εγκλεισμός συνώνυμο, εγκλεισμός σε ψυχιατρείο, αποκλεισμός ατόμων με ειδικές ανάγκες, εγκλεισμός λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, εγκλεισμός στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • εγκεφαλικός στα πορτογαλικά - cerebral, cerebrais
  • εγκλείω στα πορτογαλικά - encaixotar, EnCase, encerre, o EnCase, encerram
  • εγκληματίας στα πορτογαλικά - criminal, criminoso, penal, criminosa, criminais
  • εγκληματικός στα πορτογαλικά - criminal, criminoso, penal, criminosa, criminais
Τυχαίες λέξεις
Εγκλεισμός στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: Encapsulation, encapsulamento, Encapsulação, A encapsulação, de encapsulamento