Εγκλεισμός στα ιταλικά
Μετάφραση: εγκλεισμός, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
Encapsulation, incapsulamento, l'incapsulamento, di incapsulamento, Incapsulazione
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εγκλεισμός
εγκλεισμός ετυμολογία, εγκλεισμός ορισμός, εγκλεισμός συνώνυμο, εγκλεισμός σε ψυχιατρείο, αποκλεισμός ατόμων με ειδικές ανάγκες, εγκλεισμός λεξικό γλώσσας ιταλικά, εγκλεισμός στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- εγκεφαλικός στα ιταλικά - cerebrale, cerebrali
- εγκλείω στα ιταλικά - racchiudere, EnCase, incassa, incassare, rivestire
- εγκληματίας στα ιταλικά - delinquente, malfattore, criminale, delinquenziale, penale, penali, criminali
- εγκληματικός στα ιταλικά - criminale, malfattore, penale, penali, criminali, delinquente
Τυχαίες λέξεις
Εγκλεισμός στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: Encapsulation, incapsulamento, l'incapsulamento, di incapsulamento, Incapsulazione
Μεταφράσεις: Encapsulation, incapsulamento, l'incapsulamento, di incapsulamento, Incapsulazione